μηδοπότερος

μηδοπότερος
μηδοπότερος, α, ον,
A = μηδέτερος, AP3.12 tit.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μηδοπότερος — μηδοπότερος, έρα, ον και μηδ ὁπότερος, α, ον (ΑΜ) μηδέτερος, ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + ὁπότερος] …   Dictionary of Greek

  • μηδοπότερον — μηδοπότερος masc acc sg μηδοπότερος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”